εικός
Greek Monolingual
(Α εἰκός και ιων. οἰκός, το)
αυτό που φαίνεται ως αληθινό, πιθανό, εύλογο
νεοελλ.
φρ.
1. «ως εικός» — όπως φαίνεται, όπως είναι φυσικό
2. «κατά το εικός» ή «κατά τα εικότα» — κατά πάσαν πιθανότητα, κατά τα φαινόμενα
αρχ.
1. ως ουσ. πιθανότητα
2. (λογ.) πιθανή πρόταση
3. το λογικό, δίκαιο ή σωστό.