εἰκός
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
Ion. οἰκός, ότος, τό, neut. part. of ἔοικα,
A like truth, i.e. likely, probable, reasonable, εἰκός (with or without ἐστί), c. inf. pres., aor., or fut., S.El.1026, A.Ag.575, Is.4.18; οὐ γὰρ εἰκός, c. inf., S.Ph.230; οἷς εἰκός (sc. δοῦναι) ib.973; ὥσπερ εἰκός ἦν Ar.Fr.621, etc.: also pl., ἐοικότα γάρ… τυχεῖν Pi.P.1.34.
2 neut. Subst., εἰκός, τό, likelihood, probability, τὰ οἰκότα = likelihoods, Hdt. 1.155, etc.; τὸ οὐκ εἰ. Th.2.89; κατὰ τὸ εἰκός = in all likelihood, Id.1.121; ἐκ τοῦ εἰκότος Id.4.17; τῷ εἰκότι Id.6.18; παντὶ τῷ οἰκότι Hdt.7.103; τοῦ εἰκότος πέρα S.OT74; τῷ εἰκότι χρῆσθαι, opp. ἀπόδειξιν λέγειν, Pl.Tht.162e: in Poets without Art., λέγεις μὲν εἰκότα S.Ph.1373; εἰκὸς πέπονθα E.IA501; ἤν γ' ἐρωτᾷς εἰκότ', εἰκότα κλύεις ib. 1134.
b in Logic, probable proposition, opp. positive fact, Arist.APr.70a4, Rh.1357a34.
II reasonable, fair, equitable, Th. 2.74, Isoc.3.53, etc.; τὰ οἰκότα καὶ δίκαια Th.5.90; παρὰ τὸ εἰκός = unreasonably, 2.62: Comp. εἰκότερον Antipho 2.2.3.
Spanish (DGE)
v. ἔοικα.
German (Pape)
[Seite 727] ότος, τό (= ἐοικός, s. ἔοικα, ion. οἰκός), das Gleichende, bes. dem Wahren, also Wahrscheinliche; διὰ τῶν εἰκότων τὰς ἀποδείξεις ποιεῖσθαι Plat. Phaed. 92 b, u. öfter ähnl., vgl. Symp. 200 a σκόπει ἀντὶ τοῦ εἰκότος εἰ ἀνάγκη. – Das Natürliche, Schickliche; bes. κατὰ τὸ εἰκός, Thuc. 1, 121, öfter; ἐκ τοῦ εἰκότος, 4, 17; ἐκ τῶν εἰκότων, Plat. Legg. VI, 755 d; auch τῷ εἰκότι, 6, 19, wahrscheinlicher- oder natürlicherweise, wie es zu erwarten ist; das Gegentheil παρὰ τὸ εἰκός, 2, 62; τὰ εἰκότα καὶ δίκαια 5, 90. – Einen compar. εἰκότερον hat Antiph. II β 3 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
v. εἰκώς.
Russian (Dvoretsky)
εἰκός: ион. οἰκός, ότος τό [part. pf. n к *εἴκω I]
1 (нечто) разумное, справедливое: εἰ. и ὡς εἰ. Soph., ὡς οἰ. Her., ὡς τὸ εἰ. и οἷον εἰ. Plat. по справедливости, как и следует (следовало), естественно; παρὰ τὸ εἰ. Thuc. вопреки разумным доводам, без всяких оснований;
2 (нечто) вероятное, правдоподобное: κατὰ τὸ εἰ., ἐκ τοῦ εἰκότος, ἐκ τῶν εἰκότων и τῷ εἰκότι Thuc., παντὶ τῷ οἰκότι Her. по всей вероятности; τοῦ εἰκότος πέρα Soph. невероятно; τῷ εἰκότι χρῇσθαι Plat. пользоваться методом предположения; παρὰ τὸ εἰ. Arst. против ожидания (ср. 1).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκός: Ἰων. οἰκός, ότος, τό, οὐδ. μετοχ. τοῦ εἶκα, ἔοικα, ὅμοιον τῇ ἀληθεία, δηλ. πιθανόν, εὔλογον, λογικόν, εἰκὸς (μετὰ τοῦ ἐστι, ἢ ἄνευ αὐτοῦ), μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 575· εἰκὸς γὰρ Σοφ. Ἠλ. 1026, κτλ.· οὐ γὰρ εἰκὸς μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Φ. 230· οὐδ’ εἰκὸς αὐτόθι 586· οἶ’ εἰκὸς (ἐνν. δοῦναι) αὐτόθι: 973· ὥσπερ εἰκὸς ἦν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 519, κτλ. 2) ὡς οὐδ. οὐσ., εἰκός, τό, τὸ πιθανόν, τὸ εὔλογον, τὰ οἰκότα, τὰ εὔλογα, τὰ ὀρθά, Ἡρόδ. 1. 155, κτλ.· τὸ οὐκ εἰκὸς Θουκ. 2. 89· κατὰ τὸ εἰκός, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ αὐτ. 1. 121· ἐκ τοῦ εἰκότος ὁ αὐτ. 4. 17· τῷ εἰκότι ὁ αὐτ. 6. 18· παντὶ τῷ οἰκότι Ἡρόδ. 3. 103· τοῦ εἰκότος πέρα Σοφ. Ο. Τ. 74· τῷ εἰκότι χρῆσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπόδειξιν λέγειν, Πλάτ. Θεαίτ. 162Ε· παρὰ ποιηταῖς ἄνευ τοῦ ἄρθρου, λέγεις μὲν εἰκότα ὁ αὐτ. Φ. 1373· εἰκὸς πέπονθα Εὐρ. Ι. Α. 501· ἢν γ’ ἐρωτᾷς εἰκότ’, εἰκότα κλύεις αὐτόθι 1134. β) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., πρότασις πιθανή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς θετικὸν γεγονός, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 27, Ρητ. 1. 2, 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. λογικόν, δίκαιον, «σωστόν», Θουκ. 2. 74, κτλ.· τὰ εἰκότα καὶ δίκαια ὁ αὐτὸς 5. 90· παρὰ τὸ εἰκός, παραλόγως, 2. 62· πρβλ. ἐπιεικής: ― Συγκριτικόν, εἰκότερον, ὑπάρχει ἐν Ἀντιφῶντι 127. 21.
Greek Monolingual
(Α εἰκός και ιων. οἰκός, το)
αυτό που φαίνεται ως αληθινό, πιθανό, εύλογο
νεοελλ.
φρ.
1. «ως εικός» — όπως φαίνεται, όπως είναι φυσικό
2. «κατά το εικός» ή «κατά τα εικότα» — κατά πάσαν πιθανότητα, κατά τα φαινόμενα
αρχ.
1. ως ουσ. πιθανότητα
2. (λογ.) πιθανή πρόταση
3. το λογικό, δίκαιο ή σωστό.
Greek Monotonic
εἰκός: Ιων. οἰκός, -ότος, τό,
I. 1. μτχ. ουδ. του εἶκα ή ἔοικα, που μοιάζει στην αλήθεια, δηλ. πιθανό, εύλογο, λογικό, Λατ. verisimile, σε Τραγ.
2. ως ουσ. εἰκός, τό, πιθανό ή εύλογο, τὰ οἰκότα, τα εύλογα, σε Ηρόδ.· κατὰ τὸ εἰκός, σύμφωνα με αυτό που είναι φυσικό, εύλογο, σε Θουκ.· ἐκ τοῦ εἰκότος, στο ίδ.· ἤν γ' ἐρωτᾷς εἰκότ', εἰκότα κλύεις, σε Ευρ.
II. λογικό, δίκαιο, σωστό, σε Θουκ.
Middle Liddell
[neut. partic. of εἶκα or ἔοικα,]
I. like truth, i. e. likely, probable, reasonable, Lat. verisimile, Trag.
2. as substantive εἰκός, τό, a likelihood or probability, τὰ οἰκότα likelihoods, Hdt.; κατὰ τὸ εἰκός in all likelihood, Thuc.; ἐκ τοῦ εἰκότος Thuc.; ἤν γ' ἐρωτᾷς εἰκότ', εἰκότα κλύεις Eur.
II. reasonable, fair, equitable, Thuc.