ειλέω

Greek Monolingual

(I)
εἰλέω (Α)
βλ. είλω.
(II)
εἰλέω (Α)
αποκλείω, εμποδίζω.
(III)
εἰλέω (AM)
ξεραίνω, στεγνώνω στον ήλιο.