ειρηνοφύλαξ
Greek Monolingual
ο (Α εἰρηνοφύλαξ)
νεοελλ.
κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων
αρχ.
1. φύλακας της ειρήνης
2. τίτλος αστυνομικού
3. ρωμαίος ειρηνοδίκης.
ο (Α εἰρηνοφύλαξ)
νεοελλ.
κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων
αρχ.
1. φύλακας της ειρήνης
2. τίτλος αστυνομικού
3. ρωμαίος ειρηνοδίκης.