ειρηνοδίκης
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο (Α εἰρηνοδίκης)
νεοελλ.
κατώτερος κρατικός δικαστής που υπηρετεί σε ειρηνοδικείο και οι αποφάσεις του (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις) υπόκεινται σε έφεση στο πρωτοδικείο
αρχ.
ιερείς επιφορτισμένοι να τηρούν τα νόμιμα σχετικά με την κήρυξη πολέμου και τη σύναψη ειρήνης.