εισδέχομαι

Greek Monolingual

εἰσδέχομαι (Α)
1. επιτρέπω την είσοδο
2. υποδέχομαι
3. παραδέχομαι, παίρνω («εἰσδέξαι τινὰ συνοικιστῆρα»).