Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εκάεργος
Greek Monolingual
ἑκάεργος, ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α) 1. αυτός που ενεργεί από μακριά 2. ὁ Ἑκάεργος (ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει μακριά το τόξο 3.ἡ Ἑκαέργη (ως επίθ. της Αρτέμιδος).