εκζεματώδης

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα
2. αυτός που μοιάζει με έκζεμα
3. αυτός που είναι γεμάτος εκζέματα, που πάσχει από εκζέματα.