εκκλέπτω

Greek Monolingual

ἐκκλέπτω (Α)
1. κλέβω και παίρνω μακριά («τοὺς ὁμήρους ἐκκλέπτουσιν ἐκ Λήμνου», Θουκ.)
2. εξαπατώ.