εκμηδενίζω

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι ίσο με το μηδέν, εξαφανίζωεκμηδενίζω τις πιθανότητες για οικονομική ανάκαμψη»)
2. αχρηστεύω τελείως («εκμηδένισε τους αντιπάλους του»).