Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(AM ἐξαφανίζω) αφανίζω
1. καταστρέφω τελείως, εξολοθρεύω
(«γένος ἐξηφάνισε», Ιώσ.)
2. κάνω κάτι άφαντο
(«εξαφάνισε το γράμμα»)
3. (μεσ. και παθ.) εκλείπω
νεοελλ.
κρύβω («εξαφάνισε το πτώμα»).