(AM ἐκπλέω)αποπλέωαρχ.1. παραπλέω («ἀλλ' ὅτε πέτρας πληγάδας ἐξέπλωμεν», Απολλ. Ρόδ.)2. διαπλέω3. αποπλέοντας αποφεύγω κάτι.