εκταφή

Greek Monolingual

η
1. εξαγωγή νεκρού ή τών οστών του από τον τάφο, ξεθάψιμο, ξέθαμμα
2. εξαγωγή πράγματος χωμένου στη γη, εκσκαφή, ξέχωμα.