ξέχωμα

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

και ξέχωσμα, το ξεχώνω
1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη
2. εκταφή νεκρού.