ξέχωμα

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

και ξέχωσμα, το ξεχώνω
1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη
2. εκταφή νεκρού.