εκτροπίας

Greek Monolingual

ο (AM ἐκτροπίας)
κρασί που έχει υποστεί εκτροπίαση, που έχει αρχίσει να ξινίζει, να χαλάει, χαλασμένο κρασίεκτροπίας οίνος»).