εκφλέγω

Greek Monolingual

(AM ἐκφλέγω)
1. ανάβω, πυρπολώ, αναφλέγω, κατακαίω
2. θερμαίνω υπερβολικά
3. (παθ. μτφ. με μέσ. σημ.) ἐκφλέγομαι
τίθεμαι σε ζωηρή κίνηση, ενθουσιάζομαι.