Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ελαιοπυρήνας
Greek Monolingual
ο 1. ο πυρήνας, το κουκκούτσι της ελιάς, το λιοκούκκουτσο 2. τα στερεά υπολείμματα ελαιοκάρπου που απομένουν μετά την έκθλιψη του λαδιού, κν. λιοκόκκια (βλ. και ελαιόπιτα).