ελευθεροστομώ

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΜ ἐλευθεροστομῶ)
μιλώ ελεύθερα, με ειλικρίνεια
νεοελλ.
χρησιμοποιώ άσεμνες λέξεις και εκφράσεις.