ελκεσίπεπλος
Greek Monolingual
ἑλκεσίπεπλος, -ον (Α)
φρ. «Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους» — τις Τρωάδες που σέρνεται ο πέπλος τους, με τους μακριούς πέπλους.
ἑλκεσίπεπλος, -ον (Α)
φρ. «Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους» — τις Τρωάδες που σέρνεται ο πέπλος τους, με τους μακριούς πέπλους.