ἑλκεσίπεπλος
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
[ῐ], ον, trailing the robe, with long train, Il.6.442, al., Mus.286, Nonn. D. 1.103.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): ἐλκ- Alc.130(b).18
epít. de personajes fem. la que arrastra el peplo, la de largo peplo Τρῳάδες Il.6.442, 7.297, 22.105, Καδμηΐδες Hes.Fr.193.2, Λ[εσβί]αδες Alc.l.c., cf. Arist.Mir.840b16, Νηρεΐς Nonn.D.1.103, Ἡρώ Musae.286.
German (Pape)
[Seite 798] gewandnachschleppend, mit langem Schleppkleide; Hom. dreimal, Τρωάδας ἑλκεσιπέπλους Versende, Iliad. 6, 442. 7, 297. 22, 105; – Ἡρώ Mus. 285; Νηρηΐς Nonn. 1, 103.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui traîne son voile, càd au long voile.
Étymologie: ἕλκω, πέπλος.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκεσίπεπλος: влачащий (свою) одежду, т. е. одетый в длинное платье (Τρωάδες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκεσίπεπλος: -ον, ἡ ἕλκουσα τὸν πέπλον, τὴν μακρὰν ἐσθῆτα, ἐπὶ τῶν Τρῳάδων γυναικῶν, Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους Ἰλ. Η. 297, κτλ.
English (Autenrieth)
with trailing robe, epithet of Trojan women. (Il.)
Greek Monolingual
ἑλκεσίπεπλος, -ον (Α)
φρ. «Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους» — τις Τρωάδες που σέρνεται ο πέπλος τους, με τους μακριούς πέπλους.
Greek Monotonic
ἑλκεσίπεπλος: -ον, αυτός που φορά ένδυμα με μακριά ουρά, πέπλο που κυλιέται και σύρεται κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.