Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ελληνιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χρόνους του ελληνισμού από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ώς την επιβολή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας («ελληνιστική περίοδος», «ελληνιστική εποχή», «ελληνιστική ποίηση»).