ελμιτόλη

Greek Monolingual

ελμιθόλη και ελμιτόλη, η
εμπορική ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος που περιέχει ένωση κιτρικού οξέος και ουροτροπίνης (χρησιμοποιήθηκε κατά του αρθριτισμού).