ελόβιος

Greek Monolingual

-α, -ο (για πτηνά, ζώα και φυτά)
1. αυτός που ζει ή αναπτύσσεται στα έλη
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελόβια
τάξη τροπιδωτών πτηνών, καλοβάμονα (η μπεκάτσα, το λελέκι κ.ά.).