εμπειριοκρατία

Greek Monolingual

η
1. μέθοδος που στηρίζεται αποκλειστικά στην εμπειρία
2. φιλοσοφικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο οι ιδέες στηρίζονται στην εμπειρία.