εμφαντικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμφαντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής
2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος
αρχ.
1. δηλωτικός, ενδεικτικός
2. εκφραστικός.
επίρρ...
εμφαντικώς, -ά
με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με έμφαση, ζωηρά, με δύναμη.