Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ενεργειακός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που είναισχετικός με την ενέργεια («ενεργειακό πρόβλημα») 2.φρ. «ενεργειακές τροφές» — τροφές που παρέχουν στον οργανισμό την αναγκαία ενέργεια.