ενεργειακός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που είναι σχετικός με την ενέργεια («ενεργειακό πρόβλημα»)
2. φρ. «ενεργειακές τροφές» — τροφές που παρέχουν στον οργανισμό την αναγκαία ενέργεια.