-ώσα, -ώς (AM ἐνεστώς, -ῶσα, -ώς)(μτχ. παρακμ. του ενίστημι ως ουσ.) χρόνος του ρήματος που δηλώνει ότι η πράξη γίνεται στο παρόν και διαρκεί.