ενθακώ

Greek Monolingual

ἐνθακῶ, -έω (Α), ἐνθακεύω (Μ) θακώ
κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι (α. «ὅταν θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῦν τ' ἴδω», Σοφ.) β. «ἐνθακεύων τῷ θρόνῳ», Πρόδρ.).