ενθαρρυντικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που εμπνέει θάρρος, ενθαρρύνει, εμψυχώνει, γίνεται προς ενθάρρυνση («ενθαρρυντικοί λόγοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].