ἐννέμω (Α) νέμω1. βόσκω αγέλη σ' έναν τόπο2. (για ζώα) βόσκω3. μέσ. ζω ανάμεσα σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ).