ἐννεύω (Α) νεύω1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν», ΚΔ).