Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεύω

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεύω Medium diacritics: νεύω Low diacritics: νεύω Capitals: ΝΕΥΩ
Transliteration A: neúō Transliteration B: neuō Transliteration C: neyo Beta Code: neu/w

English (LSJ)

Il.13.133, etc.: A fut. νεύσω Od.16.283, etc.: aor. ἔνευσα, Ep. νεῦσα (v. infr.): pf. νένευκα E.IA1581, etc. (fut. Med. νεύσομαι only in compds.):—incline in any direction:
1 nod, beckon, as a sign, νεύσω μέν τοι ἐγὼ κεφαλῇ Od.16.283; νεῦσ' Αἴας Φοίνικι Il.9.223, cf. Od.17.330; νεῦσαν ἐς ἀλλήλους h.Hom.7.9; ὅρκος βέβαιός ἐστιν ἂν νεύσω μόνον Alex.91, cf. 178.3; beckon with the hand, δεξιᾷ δέ μοι ἔνευσε Ezek.Exag.73: c. inf., beckon to one to do a thing, in token of command, νεανίαις ἔνευσε παρθένον λαβεῖν E.Hec.545.
2 nod or bow in token of assent, ἐπὶ γλεφάροις ν. Pi.I.8(7).50; νεῦσον, Κρονίων Id.P.1.71; νεῦσον, τέκνον, πείσθητι S.Ph.484, cf. Ar.Pax 883: c. acc. et inf., grant, assure, promise that... νεῦσε δέ οἱ λαὸν σόον ἔμμεναι Il.8.246: c. inf. fut., Pi.O.7.67: c. inf. aor., AP6.244 (Crin.): c. acc. rei, grant, promise, νεῦσε δέ οἱ κούρην h.Cer.445, cf. 463; νεύσατε τὰν ἀδόκητον χάριν S.OC248 (lyr.), cf. E.Alc.978 (lyr.).
3 generally, nod, bend forward, of warriors, Il.13.133; νεῦον τὸ αἰδοῖον Hdt.2.48; λόφος καθύπερθεν ἔνευεν Il.3.337, cf. Alc.15.3, etc.; στάχυες νεύοιεν ἔραζε Hes.Op.473, etc.; ν. κάτω stoop, E.El.839; ν. ἐς τὴν γῆν Ar.V.1110, cf. Theoc.22.90: c. acc., οὕτω νῦν μνηστῆρες… νεύοιεν κεφαλὰς δεδμημένοι Od.18.237; ἐς πέδον κάρα νεῦσαι φόβῳ S.Ant.270, cf. 441.
4 incline, slope, νεύω ἀπό τινος εἴς τι incline towards, Th.4.100; εἰς τὸ αὐτὸ νεύειν tend to the same point, Pl.Lg.945d; πρὸς τὸ λυπῆσαν, πρὸς τοῖς ῥήμασιν, Alex.Aphr. Pr.1.48,78; of countries, etc., slope, νεύω εἰς δύσεις, νεύω πρὸς τὸ πέλαγος, Plb.1.42.6, 1.73.5, etc.; of buildings, etc., look, face, εἰς νότον, etc., PLond.3.978 (iv A.D.), etc.; μηδαμοῦ νεύειν = to be in equilibrium, Plb.6.10.7; ταῖς πρῴραις ἔξω νεύοντα τὰ σκάφη Id.1.26.12: Geom., of straight lines, verge, tend to a point (i.e. to pass through it when produced), Arist.AP0.76b9, Apollon.Perg.1.2, etc.: metaph., to be inclined, ἄλλως ν. Theoc.7.109; νεύω εἰς ὀργάν, νεύω εἰς ἔλεον, APl.4.136 (Antiphil.); ἐπὶ χάριν Phalar.Ep.78; πρὸς γαστέρα Ath.14.659a; πρὸς θῆλυ Trag.Adesp.355.
II metaph., decline, fall away, ἐκ… τῶν ποτε λαμπρῶν νεύει βίοτος, νεύει δὲ τύχα E.Fr.153: in Neo-Platonic philosophy, decline, sink in the scale of Being, Plot.2.9.4, etc.
III νεύει· ἐπανέρχεται ἢ μᾶλλον φεύγει, Hsch.
IV Pass., only pf. part. νενευμένος = inclined, Teucerin Cat.Cod.Astr.7.202. (Cf. Skt. návate 'turn round', Lat. nuo.)

German (Pape)

[Seite 248] (nuo), nicken, winken; um ein Zeichen zu geben, νεύσω μέν τοι ἐγὼ κεφαλῇ, Od. 16, 283, u. so allein, νεὖσ' Αἴας Φοίνικι, Il. 9, 223, vgl. Od. 17, 330; auch mit folgdm accus. c. int., νεῦσε δέ οἱ λαὸν σόον ἔμμεναι, Il. 8, 246, er sicherte es ihm zu; εἴς τινα, H. h. 6, 9; als Ausdruck der Bejahung, Genehmigung, Zusicherung, ὀφρύσι, κεφαλῇ, Il. 1, 528. 17, 209 Od. 16, 164 u. sonst; ἐπ' ὀφρύσι νεύειν, mit den Augen dazu nicken, oft (vgl. Pind. ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν, I. 7, 45); auch mit dem bloßen accus., zugestehen, bewilligen, νεῦσέ οἱ κούρην, H. h. Cer. 445. 463; χάριν, Soph. O. C. 248; vgl. ὅρκος βέβαιός ἐστιν, ἢν νεύσω μόνον, Aesch. frg. 282; Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ, τελευτᾷ, Eur. Alc. 981; sp. D., νεῦσε δ' ὅγ' αὐτῇ δωσέμεναι, Ap. Rh. 2, 249. – Auch = sich neigen, senken, vorbiegen; ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισιν νευόντων, Il. 13, 133. 16, 217, u. δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν, 3, 337, u. oft von niederwallendem Helmbusch; νεύειν κεφαλάς, die Köpfe senken, hangen lassen, als Zeichen der Demütigung, des Überwundenseins, Od. 18, 237; vgl. Soph. ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα νεῦσαι φόβῳ προὔτρεψεν, Ant. 270; τοῦ νεύοντος κάτω, Eur. El. 839; νεύειν εἰς τὴν γῆν, Ar. Vesp. 1110; στὰν δὲ κάτω νεύσαντες ἐπὶ χθονός, Ap. Rh. 2, 683; von vollen Aehren, Hes. O. 575; auch in Prosa, Her. 2, 48; Plat. winken, ἔνευσε τῷ παιδί, Phaed. 117 a; sich wohin neigen, οὐκ εἰς ταὐτὸν ἔτι νεύουσαι, Legg. XII, 945 d; Thuc. 4, 100; u. bes. bei Sp. νεύειν εἰς δύσεις, πρὸς μεσημβρίαν, Pol. 1, 42, 4. 6, wie vergere, von dem sich nach einer Himmelsgegend hin Erstrecken; so auch ἐπὶ τὰ πεδία, 1, 15, 8; u. übertr., μηδαμοῦ νεύειν, πρὸς ἕνα σκοπὸν νεύειν, 1, 4, 1. 6, 10, 7; vgl. εἰ δ' ἄλλως νεύσαις, Theocr. 7, 109.

French (Bailly abrégé)

ao. ἔνευσα, pf. νένευκα;
1 faire un signe de la tête : τινι, à qqn;
2 faire un signe d'assentiment à qqn : νεῦσε δέ οἱ, avec une prop. inf. IL il lui fit signe, càd il lui donna l'assurance que ; νεανίαις ἔνευσε παρθένον λαβεῖν EUR il fit signe aux jeunes gens de saisir la jeune fille ; avec l'acc. de la chose accorder qch à qqn par un signe;
3 incliner la tête, s'incliner, s'enfoncer, se pencher (en avant) : νεύειν κεφαλάς OD se courber, les têtes baissées ; νενευκώς EUR qui a la tête penchée ; p. anal. pencher, càd être en pente, incliner ou se diriger vers en parl. de contrées.
Étymologie: R. Νυ, pencher la tête ; cf. lat. nu- de annuo, nutus, numen, etc.

Russian (Dvoretsky)

νεύω:
1 делать знак, кивать (τινὶ κεφαλῇ Hom.; νεῦσαί τινι λέγειν NT): νεῦσον, πείσθητι Soph. кивни в знак согласия, согласись;
2 знаком обещать, сулить (κούρην τινί HH; τὰν χάριν Soph.);
3 качаться, раскачиваться, тж. склоняться: λόφος καθύπερθεν ἔνευεν Hom. (со шлема) свешивался султан; τοῦ νεύοντος κάτω Eur. когда (Эгист) наклонился вниз; μηδαμοῦ ν. Polyb. не склоняться ни в одну сторону, т. е. находиться в равновесии;
4 склонять, опускать (ἐς πέδον κάρα Soph.): νενευκώς Eur. понурив голову;
5 быть направленным, направляться (ἀπό τινος εἴς τι Thuc.): εἰς ταὐτὸν ν. Plat. быть направленным в одну сторону, быть согласованным; ν. πρὸς μεσημβρίαν Polyb. быть обращенным на юг;
6 (о геометрич. линиях) сходиться, встречаться Arst.;
7 иметь склонность, тяготеть (πρός τι Plut.);
8 отклоняться, сбиваться (ἄπωθεν ὁδοῦ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεύω: Ὅμηρ., κλ.: μέλλ. νεύσω Ὀδ., κτλ.: ἀόρ. ἔνευσα, Ἐπικ. νεῦσα: πρκμ. νένευκα Εὐρ., κλ.: πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐπι-, κατα-, συν-νεύω (Ἐκ τῆς √ΝΕΥ ἢ ΝΥ, πρβλ. νευστάζω καὶ νυ-στάζω, νύσταλος, Λατ. nu-o (in-nu-o), nu-to, nu-tus, nu-men· ἀλλ’ ἡ σχέσις τῶν co-niv-ere, nic-tare, εἶναι ἀμφίβ.) Κλίνω κατά τινα διεύθυνσιν: 1) κάμνω νεῦμα, νεύσω μέν τοι ἐγὼ κεφαλῇ, θὰ κάμω νεῦμα διὰ τῆς κεφαλῆς, Ὀδ. Π. 283· νεῦσ’ Αἴας Φοίνικι Ἰλ. Ι. 223, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 330· νεῦσαν ἐς ἀλλήλους Ὁμ. Ὕμν. 6. 9· μετ’ ἀπαρ., κάμνω νεῦμα εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, ὡς σημεῖον προσταγῆς, Ὅμ. (ἴδε ὀφρύς)· νεανίαις δ’ ἔνευσε παρθένον λαβεῖν Εὐρ. Ἑκ. 545· νεύων μόνον πρὸς τοὺς ἐπερωτῶντάς τι Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 1. 3. 2) νεύω διὰ τῆς κεφαλῆς εἰς δήλωσιν συναινέσεως, ἐπινεύω, ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε (ἴδε ἐν λ. ἐπινεύω, ὀφρύς)· οὕτω, ν. ἐπὶ βλεφάροις Πινδ. Ι. 8. (7). 100· νεῦσον, Κρονίων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 137· νεῦσον, τέκνον, πείσθητι Σοφ. Φιλ. 484· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., παρέχω, βεβαιῶ, ὑπισχνοῦμαι..., νεῦσε δὲ οἱ λαὸν σόον ἔμμεναι Ἰλ. Θ. 246, ἴδε Πινδ. Ο. 7. 121, Ἀνθ. Π. 6. 244· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπισχνοῦμαι νεῦσε δὲ οἱ κούρην Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 445, 463· νεύσατε τὰν ἀδόκητον χάριν Σοφ. Ο. Κ. 248, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 928. 3) καθόλου, κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπὶ πολεμιστῶν ἐπιτιθεμένων, Ἰλ. Ν. 133, Π. 217, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 48· οὕτως ἐπὶ λόφου περικεφαλαίας, λόφος καθύπερθεν ἔνευεν Ἰλ. Γ. 337, κτλ.· ἐπὶ ἀσταχύων σίτου, στάχυες νεύοιεν ἔραζε Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 471, ν. κάτω, κλίνειν πρὸς τὰ κάτω, κύπτειν, Εὐρ. Ἠλ. 839· ν. ἐς τὴν γῆν Ἀριστοφ. Σφ. 1110, πρβλ. Θεόκρ. 22. 90· ― ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., οὕτω νῦν μνηστῆρες... νεῦοιεν κεφαλάς, δεδμημένοι Ὀδ. Σ. 237· ἐς πέδον κάρα νεῦσαι φόβῳ Σοφ. Ἀντ. 270, πρβλ. 441. 4) κλίνω κατά τινα τρόπον, ν. ἀπό τινος εἴς τι, κλίνω πρός..., Θουκ. 4. 100· εἰς ταὐτὸν ν., τείνω πρὸς τὸ αὐτὸ σημεῖον, Πλάτ. Νόμ. 945Ε· ἄλλως ν. Θεόκρ. 7. 109· ― ἐπὶ χωρῶν, κτλ., ὡς τὸ Λατ. vergere, κλίνω, εἶμαι κατωφερής, ν. εἰς δύσιν, πρὸς μεσημβρίαν, ἐπὶ τὴν θάλατταν, Πολύβ. 1. 42, 6., 73, 5, κτλ.· μηδαμοῦ ν., εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, ὁ αὐτ. 6. 10, 7· ταῖς πρῴραις ἔξω νεύοντα τὰ σκάφη ὁ αὐτ. 1. 26, 12· ― ἐπὶ γραμμῶν, κλίνω καὶ συναντῶμαι οὕτως ὥστε ἀποτελῶ γωνίαν, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 10, 3· ― μεταφορ., ἔχω κλίσιν, ν. εἰς ὀργὰν Ἀνθ. Πλαν. 136· ἐπὶ χάριν Φαλάρ. Ἐπιστ. 78· πρὸς γαστέρα Ἀθήν. 659Α· πρὸς θῆλυ Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 34Α. ΙΙ. μεταφορ., ἐκπίπτω, παρακμάζω, ἐκ... τῶν ποτε λαμπρῶν νεύει βίοτος, νεύει δὲ τύχα Εὐρ. Ἀποσπ. 152.

English (Autenrieth)

(cf. nuo), fut. νεύσω, aor. νευσα: nod, often of giving assent or a promise, Il. 8.246; freq. said of the helmet and its plume, Il. 3.337, Od. 22.124; κεφαλάς, ‘let their heads hang down,’ Od. 18.237.

English (Slater)

νεύω nod consent c. acc. & inf., ἐκέλευσεν Λάχεσιν μὴ παρφάμεν ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (O. 7.67) c. final cl., λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ (P. 1.71) in tmesis, τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (v. ἐπινεύω) (I. 8.46) frag. Κρ]ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ[ Δ. 4. 17.

English (Strong)

apparently a primary verb; to "nod", i.e. (by analogy), signal: beckon.

English (Thayer)

1st aorist participle νευσας; to give a nod; to signify by a nod (A. V. to beckon): τίνι, followed by an infinitive of what one wishes to be done, Homer down; the Sept. διανεύω, ἐκνεύω, ἐννεύω,

Greek Monolingual

(ΑΜ νεύω)
1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά
2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με κάποιο πράγμα, γνέφω («καὶ νεύσῃς μόνον κατ' αὐτῶν μόνω τῷ νεύματί σου», Πρόδρ.)
μσν.
1. στρέφω, κατευθύνω
2. απομακρύνω
3. κοιτάζω, παρατηρώ, εξετάζω προσεκτικά
4. στρέφομαι, κατευθύνομαι
5. ακολουθώ κάτι, πιστεύω σε κάτι
6. επιστρέφω
7. αναχωρώ
8. ορμώ, επιτίθεμαι
9. παρεκκλίνω, ξεφεύγω
αρχ.
1. συναινώ, συγκατατίθεμαι («νεῡσον, τέκνον, πείσθητι», Σοφ.)
2. παραγγέλλω σε κάποιον με νεύμα ή με χειρονομία να κάνει κάτι («νεύσαντος αὐτῷ τοῦ ἡγεμόνος λέγειν», ΚΔ)
3. υπόσχομαι, βεβαιώνω («νεῡσε δὲ οἱ λαὸν σάον ἔμμεναι οὐδ' ἀπολέσθαι», Ομ. Ιλ.)
4. γέρνω προς τα εμπρός («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.)
5. κλίνω, σχηματίζω κλίση, τείνω, ρέπω («ἀπὸ τῆς κεραίας σιδηροῦν ἐς αὐτὸν νεῡον καθεῖτο», Θουκ.)
6. (για χώρα ή για κτήριο) είμαι στραμμένος προς κάποιο μέρος («τοῦ πρὸς τὸ πέλαγος νεύοντος μέρους», Πολ.)
7. έχω κλίση, έχω ροπή σε κάτι
8. μτφ. εκπίπτω, παρακμάζω
9. (στη νεοπλατωνική φιλοσοφία) εκπίπτω σε κατώτερη βαθμίδα
10. (για ευθείες γραμμές) κλίνω και συναντιέμαι με τρόπο ώστε να σχηματίζω γωνία
11. (κατά τον Ησύχ.) «νεύει
ἐπανέρχεται ἢ μᾶλλον φεύγει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νεύω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα neu- «σπρώχνω, γνέφω» και συνδέεται με το λατ. ab-nuo «απονεύω», an-nuo «κατανεύω» (< newō), nutus «νεύμα». Επίσης το ελλ. νεῦμα (< neus-mn) αντιστοιχεί με το λατ. nūmen, το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικώς από αρχική σημ. «νεύμα» σε «θεϊκό θέλημα, θεϊκή εξουσία». Σύμφωνα με άλλη άποψη, κατά την οποία οι τ. του παρακμ. νένευκα / νένευμαι θεωρούνται μεταγενέστεροι, το ρ. νεύω ανάγεται σε αμάρτυρο τ. ενεστ. νεύσω ή νεύσjω με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ- (πρβλ. γεύομαι < γεύσομαι). Η άποψη αυτή ωστόσο είναι καθαρά υποθετική, αφ' ενός γιατί το -σ- δεν εμφανίζεται στους λατ. τύπους και αφ' ετέρου γιατί δεν παραδίδονται ρηματ. τύποι με -σ-, όπως γεύομαι: γευστός. Τέλος, η σύνδεση του ρ. με αρχ. ινδ. navate «κινούμαι» και ρωσ. nuritb «κατεβάζω το κεφάλι» δεν θεωρείται πιθανή. Το ρ. νεύω στη Νέα Ελληνική απαντά με τη μορφή γνέφω / γνεύω.
ΠΑΡ. νεύμα, νεύση, νευστάζω
αρχ.
νευστικός (Ι)
μσν.
νεύσιμον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανανεύω, απονεύω, επινεύω, κατανεύω, συγκατανεύω
αρχ.
αμφινεύω, διανεύω, εκνεύω, εννεύω, επιπρονεύω, παρανεύω, παρεκνεύω, περινεύω, προνεύω, προσεπινεύω, προσνεύω, συμπαρανεύω, συνδιανεύω, συνεπινεύω.

Greek Monotonic

νεύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἔνευσα, Επικ. νεῦσα, παρακ. νένευκα·
1. κάνω νεύμα, προσκαλώ μέσω νεύματος, σε Όμηρ.· με απαρ., γνέφω σε κάποιον να κάνει κάτι, το νεύμα εν προκειμένω εκλαμβάνεται ως διαταγή, σε Όμηρ., Ευρ.
2. κάνω νεύμα ή κουνώ το κεφάλι μου σε ένδειξη συγκατάθεσης, σε Όμηρ., Σοφ.· με αιτ. και απαρ., βεβαιώνω, υπόσχομαι ότι..., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. πράγμ., βεβαιώνω, υπόσχομαι, σε Σοφ., Ευρ.
3. γενικά, κουνώ το κεφάλι, σκύβω προς τα εμπρός, λέγεται για πολεμιστές που επιτίθενται, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λέγεται για τα στάχυα των σιτηρών, σε Ησίοδ.· νεύω κάτω, σκύβω, κλίνω προς τα κάτω, σε Ευρ.· με σύστ. αντ., νεύω κεφαλήν, σε Ομήρ. Οδ.
4. γέρνω προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, νεύω εἴς τι, γέρνω προς..., σε Θουκ.· λέγεται για χώρες, όπως το Λατ. vergere, κλίνω, είμαι κατωφερής· νεύω εἰς δύσεις, σε Πολύβ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: nod, beckon, bend forward, grant.
Other forms: Aor. νεῦσαι, fut. νεύσω, -νεύσομαι (Il.), perf. νένευκα (E.) -νένευμαι (Ph.),
Compounds: Often with prefix, e.g. ἀνα-, ἐπι-, κατα-.
Derivatives: (ἔκ-, ἀνά- etc.)-νεῦσις f. nodding, bending (Pl., LXX), νεῦμα n., also with ἐπι-, ἐν-, συν -, nod (A., Th., X.) with νευμάτιον (Arr.); νευστικός bending (Ph.). Expressive enlargement νευστάζω, rarely w. ἐπι-, nod, beckon (Il.); cf. βαστάζω, ῥυστάζω a.o. (Schwyzer 706, Chantraine Gramm. hom. 1, 338, Bechtel Lex. 234).
Origin: IE [Indo-European] [767] *neu- nod, beckon
Etymology: The retained diphthong in νεύω as well as νευστάζω points to an orig. *νεύσω (*νεύσι̯ω?), cf. a.o. γεύομαι and εὕω (s. vv.); the late forms νένευκα, -νένευμαι are of course based on νεύω. Except the -σ-, νεύω agrees with Lat. ab-, ad-nuō < *-neu̯ō with the same meaning (to which the simplex nuō in gramm.). νεῦμα agrees with Lat. nūmen (< *neu(s)-mn̥) prop. nod, godly governing etc.; they are however easily understandable as independent innovations. -- Far remain however both Skt. návate go, move (oneself) (not quite certain; Mayrhofer s.v.) and Slav., e.g. Russ. núritь bow the head (s. Vasmer s.v.). -- WP. 2, 323 f, Pok. 767, W.-Hofmann s. nuō. Cf. νύσσω and νυστάζω.

Middle Liddell

1. to nod or beckon, as a sign, Hom.: c. inf. to beckon to one to do a thing, in token of command, Hom., Eur.
2. to nod or bow in token of assent, Hom., Soph.:—c. acc. et inf. to promise that, Il.:—c. acc. rei, to grant, promise, Soph., Eur.
3. generally, to bow the head, bend forward, of warriors charging, Il.; of ears of corn, Hes.; ν. κάτω to stoop, Eur.:—c. acc. cogn., ν. κεφαλήν Od.
4. to incline in any way, ν. εἴς τι to incline towards, Thuc.:—of countries, like Lat. vergere, to slope, ν. εἰς δύσιν Polyb.

Frisk Etymology German

νεύω: {neúō}
Forms: Aor. νεῦσαι, Fut. νεύσω, -νεύσομαι (seit Il.), Perf. νένευκα (E. u.a.) -νένευμαι (Ph. u.a.),
Grammar: v.
Meaning: nicken, sich neigen, winken.
Composita: oft mit Präfix, z.B. ἀνα-, ἐπι-, κατα-,
Derivative: Davon (ἔκ-, ἀνά- usw.)-νεῦσις f. Nicken, Neigung (Pl., LXX usw.), νεῦμα n., auch mit ἐπι-, ἐν-, συν -, Wink (A. in lyr., Th., X. usw.) mit νευμάτιον (Arr.); νευστικός sich neigend (Ph. u.a.). Expressive Erweiterung νευστάζω, vereinzelt m. ἐπι-, nicken, winken (ep. seit Il.); vgl. βαστάζω, ῥυστάζω u.a. (Schwyzer 706, Chantraine Gramm. hom. 1, 338, Bechtel Lex. 234).
Etymology: Der erhaltene Diphthong in νεύω ebenso wie νευστάζω lassen auf ein urspr. *νεύσω (*νεύσι̯ω?) schließen, vgl. u.a. γεύομαι und εὕω (s. dd.); die späten νένευκα, -νένευμαι gehen selbstverständlich von νεύω aus. Bis auf -σ- stimmt νεύω zum gleichbedeutenden lat. ab-, ad-nuō aus *-neu̯ō (wozu das Simplex nuō bei Gramm.). Formal deckt sich auch νεῦμα mit lat. nūmen (aus *neu(s)-mn̥) eig. Wink, göttliches Walten; sie sind indessen beide als sondersprachliche Neubildungen leicht erklärlich. — Fern bleiben dagegen sowohl aind. návate gehen, sich bewegen (nicht ganz gesichert; Mayrhofer s.v.) wie slav., z.B. russ. núritь den Kopf senken (s. Vasmer s.v.). — WP. 2, 323 f, Pok. 767, W.-Hofmann s. nuō. Vgl. νύσσω und νυστάζω.
Page 2,309

Chinese

原文音譯:neÚw 扭哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:點頭
字義溯源:點頭*,點頭示意,傾向,擺動,打盹。參讀 (διανεύω)同義字
同源字:1) (διανεύω)用動作點頭 2) (ἐκνεύω)悄悄溜出來 3) (ἐννεύω)點頭 4) (ἐπινεύω)首肯 5) (κατανεύω)頷首 6) (νυστάζω)打盹
出現次數:總共(2);約(1);徒(1)
譯字彙編
1) 點頭(1) 徒24:10;
2) 點頭示意(1) 約13:24

Mantoulidis Etymological

(=γέρνω, κάνω νεῦμα). Ἀπό ρίζα νευ-. Θέμα νεύσ-j-ω→ νεύω.
Παράγωγα: νεῦμα (=νόημα), νεῦσις, ἐπίνευσις, νευστάζω (=γέρνω τό κεφάλι, ποιητ. ἀπό ὅπου τό σημερινό νυστάζω).