ενστρέφω

Greek Monolingual

ἐνστρέφω (Α) στρέφω
1. περιστρέφω, κινώἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.)
2. ζω σ' έναν τόπο («σηκοῖς δ' ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.).