εντολοδόχος

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που δέχεται να εκτελέσει μια εντολή
2. φρ. «εντολοδόχος πρωθυπουργός» — εκείνος που έχει λάβει την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως από τον αρχηγό του κράτους και ασκεί τα καθήκοντά του ώσπου να εμφανιστεί στο κοινοβούλιο και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης.