πρωθυπουργός

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

ο, Ν
(νομ.) ο πρώτος μεταξύ τών υπουργών, ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, ο αρχηγός της κυβέρνησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + υπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ν. Δούκα].