ενώμοτος

Greek Monolingual

ἐνώμοτος, -ον (AM)
1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.)
2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη»)
3. το αρσ. ως ουσ.ἐνώμοτος
ο συνωμότης.
επίρρ...
ἐνωμότως
ενόρκως, με όρκο.