εξέτι

Greek Monolingual

ἐξέτι και ἐξ ἔτι (Α) έτι
(πρόθεση που συντάσσεται με γενική)
1. ακόμη και από τότε, από εκείνο τον χρόνο
2. φρ. α) «ἐξ ἔτι τοῦ, ὅτε...» — ακόμη και από εκείνο τον χρόνο, όταν... β) «ἐξέτι πατρῶν» — από τον καιρό τών προγόνων, ανέκαθεν.