ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
(AM ἀνέκαθεν) επίρρ.χρον. εξαρχής, από την αρχή, από καταγωγήαρχ.τοπ. από ψηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + εκάς («άνω, μακριά») + καταλ. -θεν].