ανέκαθεν

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

Greek Monolingual

(AM ἀνέκαθεν) επίρρ.
χρον. εξαρχής, από την αρχή, από καταγωγή
αρχ.
τοπ. από ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + εκάς («άνω, μακριά») + καταλ. -θεν].