εξαγωγικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐξαγωγικός, -ή, -όν) εξάγω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή («εξαγωγικοί δασμοί», «εξαγωγικό εμπόριο»)
νεοελλ.
ο χρήσιμος για εξαγωγή («εξαγωγικά μηχανήματα»).