Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εξαγωγικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐξαγωγικός, -ή, -όν) εξάγω αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή («εξαγωγικοί δασμοί», «εξαγωγικό εμπόριο») νεοελλ. ο χρήσιμος για εξαγωγή («εξαγωγικά μηχανήματα»).