εξακολούθηση
Greek Monolingual
η (Α ἐξακολούθησις) εξακολουθώ
συνέχεια, συνέχιση («η εξακολούθηση του έργου του προκατόχου του»)
νεοελλ.
φρ. «κατ' εξακολούθηση» — συνεχώς (χωρίς διακοπή ή με συχνές επαναλήψεις)
αρχ.
παρακολούθηση, ιχνηλασία.
η (Α ἐξακολούθησις) εξακολουθώ
συνέχεια, συνέχιση («η εξακολούθηση του έργου του προκατόχου του»)
νεοελλ.
φρ. «κατ' εξακολούθηση» — συνεχώς (χωρίς διακοπή ή με συχνές επαναλήψεις)
αρχ.
παρακολούθηση, ιχνηλασία.