εξαναζέω

Greek Monolingual

ἐξαναζέω (Α)
(και μτφ.) κάνω κάτι να βράσει, να κοχλάσει
«τοιόνδε Τυφὼς ἐξαναζέσει χόλον» — ο Τυφώς θα κάνει ώστε να κοχλάσει τέτοια οργή, Αισχύλ.).