εξεγγυώ

Greek Monolingual

ἐξεγγυῶ, -άω (Α) [εγγυώ[
1. παραδίνω δούλο σε κάποιον με εγγυήσεις για να ανακριθεί
2. ελευθερώνω δίνοντας εγγύηση.