εξεναντίας

Greek Monolingual

(AM ἐξεναντίας)
επίρρ. απέναντι («καὶ ἴδον αὐτοὺς ἐρχομένους ἐξεναντίας», ΠΔ)
νεοελλ.
αντίθετα με όσα λέγονται («ἀκουρμαστῆτε ἐμένα ἐξεναντίας κι ἄς ὁρμήσωμ' εὐθύς»)
μσν.-αρχ.
αντικριστά.