εξευτελισμός
Greek Monolingual
ο (AM ἐξευτελισμός) εξευτελίζω
το να καταστεί κάτι τελείως ευτελές, η απώλεια της αξίας («ο εξευτελισμός του νομίσματος, τών αντιπάλων, τών θεσμών» κ.λπ.).
ο (AM ἐξευτελισμός) εξευτελίζω
το να καταστεί κάτι τελείως ευτελές, η απώλεια της αξίας («ο εξευτελισμός του νομίσματος, τών αντιπάλων, τών θεσμών» κ.λπ.).