απώλεια
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
Greek Monolingual
η (AM ἀπώλεια)
1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι
2. ο θάνατος, ο χαμός
3. ηθική καταστροφή, διαφθορά
νεοελλ.
1. ζημιά, βλάβη
2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο»)
3. στον πληθ. οι απώλειες
το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων κατά τον πόλεμο ή τη μάχη
αρχ.
καταστροφή, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «απόλλυμι. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει (πρβλ. μονώνυξ τριώροφος, κ.τ.ό.)].