εξευτελιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό εξευτελιστής
1. ταπεινωτικός («εξευτελιστικό επάγγελμα»)
2. υποτιμημένος υπερβολικά («εξευτελιστική τιμή»).
-ή, -ό εξευτελιστής
1. ταπεινωτικός («εξευτελιστικό επάγγελμα»)
2. υποτιμημένος υπερβολικά («εξευτελιστική τιμή»).