ταπεινωτικός

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

German (Pape)

[Seite 1069] erniedrigend, demütigend, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ταπεινωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταπεινῶ, -ώνω]]
αυτός που προκαλεί ταπείνωση, εξευτελιστικός («ταπεινωτικοί όροι ανακωχής»).
επίρρ...
ταπεινωτικώς και ταπεινωτικά Ν
εξευτελιστικά.