εξιλεούμαι

Greek Monolingual

-όομαι
βλ. εξιλεώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων.-αττ. τ. του ίλᾱος < ρίζα ιλ- του ιλάσκομαι)].