εξογκώνω
Greek Monolingual
(AM ἐξογκῶ, -όω)
1. αυξάνω τον όγκο κάποιου, πρήζω, φουσκώνω («ἐξογκοῖ τὰς παρειάς», Τζέτζ)
2. μέσ. υπερηφανεύομαι
νεοελλ.
παρουσιάζω κάτι εξογκωμένο, υπερβολικά μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο από ό,τι πραγματικά είναι.
(AM ἐξογκῶ, -όω)
1. αυξάνω τον όγκο κάποιου, πρήζω, φουσκώνω («ἐξογκοῖ τὰς παρειάς», Τζέτζ)
2. μέσ. υπερηφανεύομαι
νεοελλ.
παρουσιάζω κάτι εξογκωμένο, υπερβολικά μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο από ό,τι πραγματικά είναι.