εξοικώ

Greek Monolingual

(Α ἐξοικῶ, -έω) έξοικος
νεοελλ.
(για χώρα) ερημώνομαι
αρχ.
1. μεταναστεύω
2. παθ. κατοικούμαι σε όλη μου την έκταση.